Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατατακτέον
κατατακτικῶς
κατάταξις
καταταρταρόω
κατάτασις
κατατάσσω
καταταχέω
κατατέγγω
κατατεθαρρηκότως
κατατέθηπα
κατατείνω
κατατειχίζω
κατατελευτάω
κατατελέω
κατατέμνω
κατατέρπω
κατατεταγμένως
κατατεταμένως
κατατετραίνω
κατατεύχω
κατατεφρόω
View word page
κατατείνω
to stretch

ShortDef

to stretch

Debugging

Headword:
κατατείνω
Headword (normalized):
κατατείνω
Headword (normalized/stripped):
κατατεινω
IDX:
46812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46813
Key:

Data

{'content': 'to stretch'}