Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατατάκερος
κατατακτέον
κατατακτικῶς
κατάταξις
καταταρταρόω
κατάτασις
κατατάσσω
καταταχέω
κατατέγγω
κατατεθαρρηκότως
κατατέθηπα
κατατείνω
κατατειχίζω
κατατελευτάω
κατατελέω
κατατέμνω
κατατέρπω
κατατεταγμένως
κατατεταμένως
κατατετραίνω
κατατεύχω
View word page
κατατέθηπα
to be astonished at

ShortDef

to be astonished at

Debugging

Headword:
κατατέθηπα
Headword (normalized):
κατατέθηπα
Headword (normalized/stripped):
κατατεθηπα
IDX:
46811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46812
Key:

Data

{'content': 'to be astonished at'}