Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταταινιόω
κατατάκερος
κατατακτέον
κατατακτικῶς
κατάταξις
καταταρταρόω
κατάτασις
κατατάσσω
καταταχέω
κατατέγγω
κατατεθαρρηκότως
κατατέθηπα
κατατείνω
κατατειχίζω
κατατελευτάω
κατατελέω
κατατέμνω
κατατέρπω
κατατεταγμένως
κατατεταμένως
κατατετραίνω
View word page
κατατεθαρρηκότως
boldly, confidently

ShortDef

boldly, confidently

Debugging

Headword:
κατατεθαρρηκότως
Headword (normalized):
κατατεθαρρηκότως
Headword (normalized/stripped):
κατατεθαρρηκοτως
IDX:
46810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46811
Key:

Data

{'content': 'boldly, confidently'}