Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταταγή
καταταινιόω
κατατάκερος
κατατακτέον
κατατακτικῶς
κατάταξις
καταταρταρόω
κατάτασις
κατατάσσω
καταταχέω
κατατέγγω
κατατεθαρρηκότως
κατατέθηπα
κατατείνω
κατατειχίζω
κατατελευτάω
κατατελέω
κατατέμνω
κατατέρπω
κατατεταγμένως
κατατεταμένως
View word page
κατατέγγω
wet thoroughly
ShortDef
wet thoroughly
Debugging
Headword:
κατατέγγω
Headword (normalized):
κατατέγγω
Headword (normalized/stripped):
κατατεγγω
IDX:
46809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46810
Key:
Data
{'content': 'wet thoroughly'}