Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασώχω
καταταγή
καταταινιόω
κατατάκερος
κατατακτέον
κατατακτικῶς
κατάταξις
καταταρταρόω
κατάτασις
κατατάσσω
καταταχέω
κατατέγγω
κατατεθαρρηκότως
κατατέθηπα
κατατείνω
κατατειχίζω
κατατελευτάω
κατατελέω
κατατέμνω
κατατέρπω
κατατεταγμένως
View word page
καταταχέω
accelerate
ShortDef
accelerate
Debugging
Headword:
καταταχέω
Headword (normalized):
καταταχέω
Headword (normalized/stripped):
καταταχεω
IDX:
46808
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46809
Key:
Data
{'content': 'accelerate'}