Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασχολέομαι
κατασῴζω
κατασωρεύω
κατασωτεύομαι
κατασώχω
καταταγή
καταταινιόω
κατατάκερος
κατατακτέον
κατατακτικῶς
κατάταξις
καταταρταρόω
κατάτασις
κατατάσσω
καταταχέω
κατατέγγω
κατατεθαρρηκότως
κατατέθηπα
κατατείνω
κατατειχίζω
κατατελευτάω
View word page
κατάταξις
ordering, arranging

ShortDef

ordering, arranging

Debugging

Headword:
κατάταξις
Headword (normalized):
κατάταξις
Headword (normalized/stripped):
καταταξις
IDX:
46804
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46805
Key:

Data

{'content': 'ordering, arranging'}