Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασχολάζω
κατασχολέομαι
κατασῴζω
κατασωρεύω
κατασωτεύομαι
κατασώχω
καταταγή
καταταινιόω
κατατάκερος
κατατακτέον
κατατακτικῶς
κατάταξις
καταταρταρόω
κατάτασις
κατατάσσω
καταταχέω
κατατέγγω
κατατεθαρρηκότως
κατατέθηπα
κατατείνω
κατατειχίζω
View word page
κατατακτικῶς
ordinate

ShortDef

ordinate

Debugging

Headword:
κατατακτικῶς
Headword (normalized):
κατατακτικῶς
Headword (normalized/stripped):
κατατακτικως
IDX:
46803
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46804
Key:

Data

{'content': 'ordinate'}