Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάσχισις
κατασχιστέον
κατασχολάζω
κατασχολέομαι
κατασῴζω
κατασωρεύω
κατασωτεύομαι
κατασώχω
καταταγή
καταταινιόω
κατατάκερος
κατατακτέον
κατατακτικῶς
κατάταξις
καταταρταρόω
κατάτασις
κατατάσσω
καταταχέω
κατατέγγω
κατατεθαρρηκότως
κατατέθηπα
View word page
κατατάκερος
softened much
ShortDef
softened much
Debugging
Headword:
κατατάκερος
Headword (normalized):
κατατάκερος
Headword (normalized/stripped):
κατατακερος
IDX:
46801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46802
Key:
Data
{'content': 'softened much'}