Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασχίζω
κατάσχισις
κατασχιστέον
κατασχολάζω
κατασχολέομαι
κατασῴζω
κατασωρεύω
κατασωτεύομαι
κατασώχω
καταταγή
καταταινιόω
κατατάκερος
κατατακτέον
κατατακτικῶς
κατάταξις
καταταρταρόω
κατάτασις
κατατάσσω
καταταχέω
κατατέγγω
κατατεθαρρηκότως
View word page
καταταινιόω
bind with a ταινία

ShortDef

bind with a ταινία

Debugging

Headword:
καταταινιόω
Headword (normalized):
καταταινιόω
Headword (normalized/stripped):
καταταινιοω
IDX:
46800
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46801
Key:

Data

{'content': 'bind with a ταινία'}