Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασχηματίζω
κατασχημονέω
κατασχίζω
κατάσχισις
κατασχιστέον
κατασχολάζω
κατασχολέομαι
κατασῴζω
κατασωρεύω
κατασωτεύομαι
κατασώχω
καταταγή
καταταινιόω
κατατάκερος
κατατακτέον
κατατακτικῶς
κατάταξις
καταταρταρόω
κατάτασις
κατατάσσω
καταταχέω
View word page
κατασώχω
to rub in pieces, grind down

ShortDef

to rub in pieces, grind down

Debugging

Headword:
κατασώχω
Headword (normalized):
κατασώχω
Headword (normalized/stripped):
κατασωχω
IDX:
46798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46799
Key:

Data

{'content': 'to rub in pieces, grind down'}