Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχημονέω
κατασχίζω
κατάσχισις
κατασχιστέον
κατασχολάζω
κατασχολέομαι
κατασῴζω
κατασωρεύω
κατασωτεύομαι
κατασώχω
καταταγή
καταταινιόω
κατατάκερος
κατατακτέον
κατατακτικῶς
κατάταξις
καταταρταρόω
κατάτασις
κατατάσσω
View word page
κατασωτεύομαι
squander on profligate living
ShortDef
squander on profligate living
Debugging
Headword:
κατασωτεύομαι
Headword (normalized):
κατασωτεύομαι
Headword (normalized/stripped):
κατασωτευομαι
IDX:
46797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46798
Key:
Data
{'content': 'squander on profligate living'}