Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασχετλιάζω
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχημονέω
κατασχίζω
κατάσχισις
κατασχιστέον
κατασχολάζω
κατασχολέομαι
κατασῴζω
κατασωρεύω
κατασωτεύομαι
κατασώχω
καταταγή
καταταινιόω
κατατάκερος
κατατακτέον
κατατακτικῶς
κατάταξις
καταταρταρόω
κατάτασις
View word page
κατασωρεύω
heap up
ShortDef
heap up
Debugging
Headword:
κατασωρεύω
Headword (normalized):
κατασωρεύω
Headword (normalized/stripped):
κατασωρευω
IDX:
46796
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46797
Key:
Data
{'content': 'heap up'}