Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασχετέος
κατασχετλιάζω
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχημονέω
κατασχίζω
κατάσχισις
κατασχιστέον
κατασχολάζω
κατασχολέομαι
κατασῴζω
κατασωρεύω
κατασωτεύομαι
κατασώχω
καταταγή
καταταινιόω
κατατάκερος
κατατακτέον
κατατακτικῶς
κατάταξις
καταταρταρόω
View word page
κατασῴζω
restore

ShortDef

restore

Debugging

Headword:
κατασῴζω
Headword (normalized):
κατασῴζω
Headword (normalized/stripped):
κατασωζω
IDX:
46795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46796
Key:

Data

{'content': 'restore'}