Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάσχεσις
κατασχετέος
κατασχετλιάζω
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχημονέω
κατασχίζω
κατάσχισις
κατασχιστέον
κατασχολάζω
κατασχολέομαι
κατασῴζω
κατασωρεύω
κατασωτεύομαι
κατασώχω
καταταγή
καταταινιόω
κατατάκερος
κατατακτέον
κατατακτικῶς
κατάταξις
View word page
κατασχολέομαι
to be engaged

ShortDef

to be engaged

Debugging

Headword:
κατασχολέομαι
Headword (normalized):
κατασχολέομαι
Headword (normalized/stripped):
κατασχολεομαι
IDX:
46794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46795
Key:

Data

{'content': 'to be engaged'}