Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασχεθεῖν
κατάσχεσις
κατασχετέος
κατασχετλιάζω
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχημονέω
κατασχίζω
κατάσχισις
κατασχιστέον
κατασχολάζω
κατασχολέομαι
κατασῴζω
κατασωρεύω
κατασωτεύομαι
κατασώχω
καταταγή
καταταινιόω
κατατάκερος
κατατακτέον
κατατακτικῶς
View word page
κατασχολάζω
to pass the time in idleness
ShortDef
to pass the time in idleness
Debugging
Headword:
κατασχολάζω
Headword (normalized):
κατασχολάζω
Headword (normalized/stripped):
κατασχολαζω
IDX:
46793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46794
Key:
Data
{'content': 'to pass the time in idleness'}