Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασχαστέον
κατασχεδιάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχεσις
κατασχετέος
κατασχετλιάζω
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχημονέω
κατασχίζω
κατάσχισις
κατασχιστέον
κατασχολάζω
κατασχολέομαι
κατασῴζω
κατασωρεύω
κατασωτεύομαι
κατασώχω
καταταγή
καταταινιόω
κατατάκερος
View word page
κατάσχισις
splitting up

ShortDef

splitting up

Debugging

Headword:
κατάσχισις
Headword (normalized):
κατάσχισις
Headword (normalized/stripped):
κατασχισις
IDX:
46791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46792
Key:

Data

{'content': 'splitting up'}