Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάσχασις
κατάσχασμα
κατασχαστέον
κατασχεδιάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχεσις
κατασχετέος
κατασχετλιάζω
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχημονέω
κατασχίζω
κατάσχισις
κατασχιστέον
κατασχολάζω
κατασχολέομαι
κατασῴζω
κατασωρεύω
κατασωτεύομαι
κατασώχω
καταταγή
View word page
κατασχημονέω
act indecently

ShortDef

act indecently

Debugging

Headword:
κατασχημονέω
Headword (normalized):
κατασχημονέω
Headword (normalized/stripped):
κατασχημονεω
IDX:
46789
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46790
Key:

Data

{'content': 'act indecently'}