Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασφραγίζω
κατασχάζω
κατάσχασις
κατάσχασμα
κατασχαστέον
κατασχεδιάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχεσις
κατασχετέος
κατασχετλιάζω
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχημονέω
κατασχίζω
κατάσχισις
κατασχιστέον
κατασχολάζω
κατασχολέομαι
κατασῴζω
κατασωρεύω
κατασωτεύομαι
View word page
κατάσχετος
held back
ShortDef
held back
Debugging
Headword:
κατάσχετος
Headword (normalized):
κατάσχετος
Headword (normalized/stripped):
κατασχετος
IDX:
46787
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46788
Key:
Data
{'content': 'held back'}