Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασφίγγω
κατασφραγίζω
κατασχάζω
κατάσχασις
κατάσχασμα
κατασχαστέον
κατασχεδιάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχεσις
κατασχετέος
κατασχετλιάζω
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχημονέω
κατασχίζω
κατάσχισις
κατασχιστέον
κατασχολάζω
κατασχολέομαι
κατασῴζω
κατασωρεύω
View word page
κατασχετλιάζω
complain indignantly

ShortDef

complain indignantly

Debugging

Headword:
κατασχετλιάζω
Headword (normalized):
κατασχετλιάζω
Headword (normalized/stripped):
κατασχετλιαζω
IDX:
46786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46787
Key:

Data

{'content': 'complain indignantly'}