Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασφηνόομαι
κατασφίγγω
κατασφραγίζω
κατασχάζω
κατάσχασις
κατάσχασμα
κατασχαστέον
κατασχεδιάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχεσις
κατασχετέος
κατασχετλιάζω
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχημονέω
κατασχίζω
κατάσχισις
κατασχιστέον
κατασχολάζω
κατασχολέομαι
κατασῴζω
View word page
κατασχετέος
to be held fast

ShortDef

to be held fast

Debugging

Headword:
κατασχετέος
Headword (normalized):
κατασχετέος
Headword (normalized/stripped):
κατασχετεος
IDX:
46785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46786
Key:

Data

{'content': 'to be held fast'}