Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασφηκόω
κατασφηνόομαι
κατασφίγγω
κατασφραγίζω
κατασχάζω
κατάσχασις
κατάσχασμα
κατασχαστέον
κατασχεδιάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχεσις
κατασχετέος
κατασχετλιάζω
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχημονέω
κατασχίζω
κατάσχισις
κατασχιστέον
κατασχολάζω
κατασχολέομαι
View word page
κατάσχεσις
holding back, restraining, retention
ShortDef
holding back, restraining, retention
Debugging
Headword:
κατάσχεσις
Headword (normalized):
κατάσχεσις
Headword (normalized/stripped):
κατασχεσις
IDX:
46784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46785
Key:
Data
{'content': 'holding back, restraining, retention'}