Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασφαλίζομαι
κατασφηκόω
κατασφηνόομαι
κατασφίγγω
κατασφραγίζω
κατασχάζω
κατάσχασις
κατάσχασμα
κατασχαστέον
κατασχεδιάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχεσις
κατασχετέος
κατασχετλιάζω
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχημονέω
κατασχίζω
κατάσχισις
κατασχιστέον
κατασχολάζω
View word page
κατασχεθεῖν
to hold back
ShortDef
to hold back
Debugging
Headword:
κατασχεθεῖν
Headword (normalized):
κατασχεθεῖν
Headword (normalized/stripped):
κατασχεθειν
IDX:
46783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46784
Key:
Data
{'content': 'to hold back'}