Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασφάζω
κατασφαλίζομαι
κατασφηκόω
κατασφηνόομαι
κατασφίγγω
κατασφραγίζω
κατασχάζω
κατάσχασις
κατάσχασμα
κατασχαστέον
κατασχεδιάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχεσις
κατασχετέος
κατασχετλιάζω
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχημονέω
κατασχίζω
κατάσχισις
κατασχιστέον
View word page
κατασχεδιάζω
affirm rashly of

ShortDef

affirm rashly of

Debugging

Headword:
κατασχεδιάζω
Headword (normalized):
κατασχεδιάζω
Headword (normalized/stripped):
κατασχεδιαζω
IDX:
46782
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46783
Key:

Data

{'content': 'affirm rashly of'}