Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασύρω
κατασφαγή
κατασφάζω
κατασφαλίζομαι
κατασφηκόω
κατασφηνόομαι
κατασφίγγω
κατασφραγίζω
κατασχάζω
κατάσχασις
κατάσχασμα
κατασχαστέον
κατασχεδιάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχεσις
κατασχετέος
κατασχετλιάζω
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχημονέω
κατασχίζω
View word page
κατάσχασμα
incision
ShortDef
incision
Debugging
Headword:
κατάσχασμα
Headword (normalized):
κατάσχασμα
Headword (normalized/stripped):
κατασχασμα
IDX:
46780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46781
Key:
Data
{'content': 'incision'}