Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασυρίζω
κατασύρω
κατασφαγή
κατασφάζω
κατασφαλίζομαι
κατασφηκόω
κατασφηνόομαι
κατασφίγγω
κατασφραγίζω
κατασχάζω
κατάσχασις
κατάσχασμα
κατασχαστέον
κατασχεδιάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχεσις
κατασχετέος
κατασχετλιάζω
κατάσχετος
κατασχηματίζω
κατασχημονέω
View word page
κατάσχασις
scarification

ShortDef

scarification

Debugging

Headword:
κατάσχασις
Headword (normalized):
κατάσχασις
Headword (normalized/stripped):
κατασχασις
IDX:
46779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46780
Key:

Data

{'content': 'scarification'}