Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασυλλογίζομαι
κατασυνήθεια
κατασυρίζω
κατασύρω
κατασφαγή
κατασφάζω
κατασφαλίζομαι
κατασφηκόω
κατασφηνόομαι
κατασφίγγω
κατασφραγίζω
κατασχάζω
κατάσχασις
κατάσχασμα
κατασχαστέον
κατασχεδιάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχεσις
κατασχετέος
κατασχετλιάζω
κατάσχετος
View word page
κατασφραγίζω
seal up

ShortDef

seal up

Debugging

Headword:
κατασφραγίζω
Headword (normalized):
κατασφραγίζω
Headword (normalized/stripped):
κατασφραγιζω
IDX:
46777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46778
Key:

Data

{'content': 'seal up'}