Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασυκοφαντέω
κατασυλλογίζομαι
κατασυνήθεια
κατασυρίζω
κατασύρω
κατασφαγή
κατασφάζω
κατασφαλίζομαι
κατασφηκόω
κατασφηνόομαι
κατασφίγγω
κατασφραγίζω
κατασχάζω
κατάσχασις
κατάσχασμα
κατασχαστέον
κατασχεδιάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχεσις
κατασχετέος
κατασχετλιάζω
View word page
κατασφίγγω
bind tightly
ShortDef
bind tightly
Debugging
Headword:
κατασφίγγω
Headword (normalized):
κατασφίγγω
Headword (normalized/stripped):
κατασφιγγω
IDX:
46776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46777
Key:
Data
{'content': 'bind tightly'}