Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασυγκρίνω
κατασυκοφαντέω
κατασυλλογίζομαι
κατασυνήθεια
κατασυρίζω
κατασύρω
κατασφαγή
κατασφάζω
κατασφαλίζομαι
κατασφηκόω
κατασφηνόομαι
κατασφίγγω
κατασφραγίζω
κατασχάζω
κατάσχασις
κατάσχασμα
κατασχαστέον
κατασχεδιάζω
κατασχεθεῖν
κατάσχεσις
κατασχετέος
View word page
κατασφηνόομαι
to be wedged, bound tight

ShortDef

to be wedged, bound tight

Debugging

Headword:
κατασφηνόομαι
Headword (normalized):
κατασφηνόομαι
Headword (normalized/stripped):
κατασφηνοομαι
IDX:
46775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46776
Key:

Data

{'content': 'to be wedged, bound tight'}