Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταστωμύλλομαι
κατασυβωτέω
κατασυγκρίνω
κατασυκοφαντέω
κατασυλλογίζομαι
κατασυνήθεια
κατασυρίζω
κατασύρω
κατασφαγή
κατασφάζω
κατασφαλίζομαι
κατασφηκόω
κατασφηνόομαι
κατασφίγγω
κατασφραγίζω
κατασχάζω
κατάσχασις
κατάσχασμα
κατασχαστέον
κατασχεδιάζω
κατασχεθεῖν
View word page
κατασφαλίζομαι
fortify
ShortDef
fortify
Debugging
Headword:
κατασφαλίζομαι
Headword (normalized):
κατασφαλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
κατασφαλιζομαι
IDX:
46773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46774
Key:
Data
{'content': 'fortify'}