Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστύφελος
καταστύφω
καταστωμύλλομαι
κατασυβωτέω
κατασυγκρίνω
κατασυκοφαντέω
κατασυλλογίζομαι
κατασυνήθεια
κατασυρίζω
κατασύρω
κατασφαγή
κατασφάζω
κατασφαλίζομαι
κατασφηκόω
κατασφηνόομαι
κατασφίγγω
κατασφραγίζω
κατασχάζω
κατάσχασις
κατάσχασμα
κατασχαστέον
View word page
κατασφαγή
slaughtering

ShortDef

slaughtering

Debugging

Headword:
κατασφαγή
Headword (normalized):
κατασφαγή
Headword (normalized/stripped):
κατασφαγη
IDX:
46771
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46772
Key:

Data

{'content': 'slaughtering'}