Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστυγέω
καταστυγνάζω
κατάστυγνος
καταστύφελος
καταστύφω
καταστωμύλλομαι
κατασυβωτέω
κατασυγκρίνω
κατασυκοφαντέω
κατασυλλογίζομαι
κατασυνήθεια
κατασυρίζω
κατασύρω
κατασφαγή
κατασφάζω
κατασφαλίζομαι
κατασφηκόω
κατασφηνόομαι
κατασφίγγω
κατασφραγίζω
κατασχάζω
View word page
κατασυνήθεια
customary gift

ShortDef

customary gift

Debugging

Headword:
κατασυνήθεια
Headword (normalized):
κατασυνήθεια
Headword (normalized/stripped):
κατασυνηθεια
IDX:
46768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46769
Key:

Data

{'content': 'customary gift'}