Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταστρώτης
καταστυγέω
καταστυγνάζω
κατάστυγνος
καταστύφελος
καταστύφω
καταστωμύλλομαι
κατασυβωτέω
κατασυγκρίνω
κατασυκοφαντέω
κατασυλλογίζομαι
κατασυνήθεια
κατασυρίζω
κατασύρω
κατασφαγή
κατασφάζω
κατασφαλίζομαι
κατασφηκόω
κατασφηνόομαι
κατασφίγγω
κατασφραγίζω
View word page
κατασυλλογίζομαι
have a conclusion drawn against one
ShortDef
have a conclusion drawn against one
Debugging
Headword:
κατασυλλογίζομαι
Headword (normalized):
κατασυλλογίζομαι
Headword (normalized/stripped):
κατασυλλογιζομαι
IDX:
46767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46768
Key:
Data
{'content': 'have a conclusion drawn against one'}