Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστρωτήρ
καταστρώτης
καταστυγέω
καταστυγνάζω
κατάστυγνος
καταστύφελος
καταστύφω
καταστωμύλλομαι
κατασυβωτέω
κατασυγκρίνω
κατασυκοφαντέω
κατασυλλογίζομαι
κατασυνήθεια
κατασυρίζω
κατασύρω
κατασφαγή
κατασφάζω
κατασφαλίζομαι
κατασφηκόω
κατασφηνόομαι
κατασφίγγω
View word page
κατασυκοφαντέω
criticize captiously

ShortDef

criticize captiously

Debugging

Headword:
κατασυκοφαντέω
Headword (normalized):
κατασυκοφαντέω
Headword (normalized/stripped):
κατασυκοφαντεω
IDX:
46766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46767
Key:

Data

{'content': 'criticize captiously'}