Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστρωτέον
καταστρωτήρ
καταστρώτης
καταστυγέω
καταστυγνάζω
κατάστυγνος
καταστύφελος
καταστύφω
καταστωμύλλομαι
κατασυβωτέω
κατασυγκρίνω
κατασυκοφαντέω
κατασυλλογίζομαι
κατασυνήθεια
κατασυρίζω
κατασύρω
κατασφαγή
κατασφάζω
κατασφαλίζομαι
κατασφηκόω
κατασφηνόομαι
View word page
κατασυγκρίνω
reduce

ShortDef

reduce

Debugging

Headword:
κατασυγκρίνω
Headword (normalized):
κατασυγκρίνω
Headword (normalized/stripped):
κατασυγκρινω
IDX:
46765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46766
Key:

Data

{'content': 'reduce'}