Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταστρώννυμι
κατάστρωσις
καταστρωτέον
καταστρωτήρ
καταστρώτης
καταστυγέω
καταστυγνάζω
κατάστυγνος
καταστύφελος
καταστύφω
καταστωμύλλομαι
κατασυβωτέω
κατασυγκρίνω
κατασυκοφαντέω
κατασυλλογίζομαι
κατασυνήθεια
κατασυρίζω
κατασύρω
κατασφαγή
κατασφάζω
κατασφαλίζομαι
View word page
καταστωμύλλομαι
to chatter
ShortDef
to chatter
Debugging
Headword:
καταστωμύλλομαι
Headword (normalized):
καταστωμύλλομαι
Headword (normalized/stripped):
καταστωμυλλομαι
Intro Text:
to chatter
IDX:
46763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46764
Key:
Senses and Citations (From Data)
Citations (From Models)
No citations.
Data
{ "content": "to chatter" }