Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάστρωμα
καταστρώννυμι
κατάστρωσις
καταστρωτέον
καταστρωτήρ
καταστρώτης
καταστυγέω
καταστυγνάζω
κατάστυγνος
καταστύφελος
καταστύφω
καταστωμύλλομαι
κατασυβωτέω
κατασυγκρίνω
κατασυκοφαντέω
κατασυλλογίζομαι
κατασυνήθεια
κατασυρίζω
κατασύρω
κατασφαγή
κατασφάζω
View word page
καταστύφω
to make sour
ShortDef
to make sour
Debugging
Headword:
καταστύφω
Headword (normalized):
καταστύφω
Headword (normalized/stripped):
καταστυφω
IDX:
46762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46763
Key:
Data
{'content': 'to make sour'}