Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταστροφικῶς
κατάστρωμα
καταστρώννυμι
κατάστρωσις
καταστρωτέον
καταστρωτήρ
καταστρώτης
καταστυγέω
καταστυγνάζω
κατάστυγνος
καταστύφελος
καταστύφω
καταστωμύλλομαι
κατασυβωτέω
κατασυγκρίνω
κατασυκοφαντέω
κατασυλλογίζομαι
κατασυνήθεια
κατασυρίζω
κατασύρω
κατασφαγή
View word page
καταστύφελος
very hard
ShortDef
very hard
Debugging
Headword:
καταστύφελος
Headword (normalized):
καταστύφελος
Headword (normalized/stripped):
καταστυφελος
IDX:
46761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46762
Key:
Data
{'content': 'very hard'}