Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστρηνιάω
καταστροφεύς
καταστροφή
καταστροφικῶς
κατάστρωμα
καταστρώννυμι
κατάστρωσις
καταστρωτέον
καταστρωτήρ
καταστρώτης
καταστυγέω
καταστυγνάζω
κατάστυγνος
καταστύφελος
καταστύφω
καταστωμύλλομαι
κατασυβωτέω
κατασυγκρίνω
κατασυκοφαντέω
κατασυλλογίζομαι
κατασυνήθεια
View word page
καταστυγέω
to shudder at, abhor, abominate

ShortDef

to shudder at, abhor, abominate

Debugging

Headword:
καταστυγέω
Headword (normalized):
καταστυγέω
Headword (normalized/stripped):
καταστυγεω
IDX:
46758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46759
Key:

Data

{'content': 'to shudder at, abhor, abominate'}