Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστρέφω
καταστρηνιάω
καταστροφεύς
καταστροφή
καταστροφικῶς
κατάστρωμα
καταστρώννυμι
κατάστρωσις
καταστρωτέον
καταστρωτήρ
καταστρώτης
καταστυγέω
καταστυγνάζω
κατάστυγνος
καταστύφελος
καταστύφω
καταστωμύλλομαι
κατασυβωτέω
κατασυγκρίνω
κατασυκοφαντέω
κατασυλλογίζομαι
View word page
καταστρώτης
scansor

ShortDef

scansor

Debugging

Headword:
καταστρώτης
Headword (normalized):
καταστρώτης
Headword (normalized/stripped):
καταστρωτης
IDX:
46757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46758
Key:

Data

{'content': 'scansor'}