Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστρεπτικῶς
καταστρέφω
καταστρηνιάω
καταστροφεύς
καταστροφή
καταστροφικῶς
κατάστρωμα
καταστρώννυμι
κατάστρωσις
καταστρωτέον
καταστρωτήρ
καταστρώτης
καταστυγέω
καταστυγνάζω
κατάστυγνος
καταστύφελος
καταστύφω
καταστωμύλλομαι
κατασυβωτέω
κατασυγκρίνω
κατασυκοφαντέω
View word page
καταστρωτήρ
pavement-slab

ShortDef

pavement-slab

Debugging

Headword:
καταστρωτήρ
Headword (normalized):
καταστρωτήρ
Headword (normalized/stripped):
καταστρωτηρ
IDX:
46756
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46757
Key:

Data

{'content': 'pavement-slab'}