Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστρατοπεδεία
καταστρατοπεδεύω
καταστρεβλόω
καταστρεπτικῶς
καταστρέφω
καταστρηνιάω
καταστροφεύς
καταστροφή
καταστροφικῶς
κατάστρωμα
καταστρώννυμι
κατάστρωσις
καταστρωτέον
καταστρωτήρ
καταστρώτης
καταστυγέω
καταστυγνάζω
κατάστυγνος
καταστύφελος
καταστύφω
καταστωμύλλομαι
View word page
καταστρώννυμι
to lay low

ShortDef

to lay low

Debugging

Headword:
καταστρώννυμι
Headword (normalized):
καταστρώννυμι
Headword (normalized/stripped):
καταστρωννυμι
IDX:
46753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46754
Key:

Data

{'content': 'to lay low'}