Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταστρατηγία
καταστρατοπεδεία
καταστρατοπεδεύω
καταστρεβλόω
καταστρεπτικῶς
καταστρέφω
καταστρηνιάω
καταστροφεύς
καταστροφή
καταστροφικῶς
κατάστρωμα
καταστρώννυμι
κατάστρωσις
καταστρωτέον
καταστρωτήρ
καταστρώτης
καταστυγέω
καταστυγνάζω
κατάστυγνος
καταστύφελος
καταστύφω
View word page
κατάστρωμα
that which is spread over
ShortDef
that which is spread over
Debugging
Headword:
κατάστρωμα
Headword (normalized):
κατάστρωμα
Headword (normalized/stripped):
καταστρωμα
IDX:
46752
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46753
Key:
Data
{'content': 'that which is spread over'}