Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστρατεύω
καταστρατηγέω
καταστρατηγία
καταστρατοπεδεία
καταστρατοπεδεύω
καταστρεβλόω
καταστρεπτικῶς
καταστρέφω
καταστρηνιάω
καταστροφεύς
καταστροφή
καταστροφικῶς
κατάστρωμα
καταστρώννυμι
κατάστρωσις
καταστρωτέον
καταστρωτήρ
καταστρώτης
καταστυγέω
καταστυγνάζω
κατάστυγνος
View word page
καταστροφή
an overturning

ShortDef

an overturning

Debugging

Headword:
καταστροφή
Headword (normalized):
καταστροφή
Headword (normalized/stripped):
καταστροφη
IDX:
46750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46751
Key:

Data

{'content': 'an overturning'}