Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταστράπτω
καταστρατεύω
καταστρατηγέω
καταστρατηγία
καταστρατοπεδεία
καταστρατοπεδεύω
καταστρεβλόω
καταστρεπτικῶς
καταστρέφω
καταστρηνιάω
καταστροφεύς
καταστροφή
καταστροφικῶς
κατάστρωμα
καταστρώννυμι
κατάστρωσις
καταστρωτέον
καταστρωτήρ
καταστρώτης
καταστυγέω
καταστυγνάζω
View word page
καταστροφεύς
one who ruins
ShortDef
one who ruins
Debugging
Headword:
καταστροφεύς
Headword (normalized):
καταστροφεύς
Headword (normalized/stripped):
καταστροφευς
IDX:
46749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46750
Key:
Data
{'content': 'one who ruins'}