Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστοχέω
καταστραγγίζω
καταστράπτω
καταστρατεύω
καταστρατηγέω
καταστρατηγία
καταστρατοπεδεία
καταστρατοπεδεύω
καταστρεβλόω
καταστρεπτικῶς
καταστρέφω
καταστρηνιάω
καταστροφεύς
καταστροφή
καταστροφικῶς
κατάστρωμα
καταστρώννυμι
κατάστρωσις
καταστρωτέον
καταστρωτήρ
καταστρώτης
View word page
καταστρέφω
to turn down, trample on

ShortDef

to turn down, trample on

Debugging

Headword:
καταστρέφω
Headword (normalized):
καταστρέφω
Headword (normalized/stripped):
καταστρεφω
IDX:
46747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46748
Key:

Data

{'content': 'to turn down, trample on'}