Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστοχαστής
καταστοχαστικός
καταστοχέω
καταστραγγίζω
καταστράπτω
καταστρατεύω
καταστρατηγέω
καταστρατηγία
καταστρατοπεδεία
καταστρατοπεδεύω
καταστρεβλόω
καταστρεπτικῶς
καταστρέφω
καταστρηνιάω
καταστροφεύς
καταστροφή
καταστροφικῶς
κατάστρωμα
καταστρώννυμι
κατάστρωσις
καταστρωτέον
View word page
καταστρεβλόω
put to torture

ShortDef

put to torture

Debugging

Headword:
καταστρεβλόω
Headword (normalized):
καταστρεβλόω
Headword (normalized/stripped):
καταστρεβλοω
IDX:
46745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46746
Key:

Data

{'content': 'put to torture'}