Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστοχασμός
καταστοχαστέον
καταστοχαστής
καταστοχαστικός
καταστοχέω
καταστραγγίζω
καταστράπτω
καταστρατεύω
καταστρατηγέω
καταστρατηγία
καταστρατοπεδεία
καταστρατοπεδεύω
καταστρεβλόω
καταστρεπτικῶς
καταστρέφω
καταστρηνιάω
καταστροφεύς
καταστροφή
καταστροφικῶς
κατάστρωμα
καταστρώννυμι
View word page
καταστρατοπεδεία
pitching a camp: living in camps

ShortDef

pitching a camp: living in camps

Debugging

Headword:
καταστρατοπεδεία
Headword (normalized):
καταστρατοπεδεία
Headword (normalized/stripped):
καταστρατοπεδεια
IDX:
46743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46744
Key:

Data

{'content': 'pitching a camp: living in camps'}