Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταστορέννυμι
καταστόρεσις
καταστοχάζομαι
καταστοχασμός
καταστοχαστέον
καταστοχαστής
καταστοχαστικός
καταστοχέω
καταστραγγίζω
καταστράπτω
καταστρατεύω
καταστρατηγέω
καταστρατηγία
καταστρατοπεδεία
καταστρατοπεδεύω
καταστρεβλόω
καταστρεπτικῶς
καταστρέφω
καταστρηνιάω
καταστροφεύς
καταστροφή
View word page
καταστρατεύω
take the field against, make war upon

ShortDef

take the field against, make war upon

Debugging

Headword:
καταστρατεύω
Headword (normalized):
καταστρατεύω
Headword (normalized/stripped):
καταστρατευω
IDX:
46740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46741
Key:

Data

{'content': 'take the field against, make war upon'}