Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάστοργος
καταστορέννυμι
καταστόρεσις
καταστοχάζομαι
καταστοχασμός
καταστοχαστέον
καταστοχαστής
καταστοχαστικός
καταστοχέω
καταστραγγίζω
καταστράπτω
καταστρατεύω
καταστρατηγέω
καταστρατηγία
καταστρατοπεδεία
καταστρατοπεδεύω
καταστρεβλόω
καταστρεπτικῶς
καταστρέφω
καταστρηνιάω
καταστροφεύς
View word page
καταστράπτω
to hurl down lightning

ShortDef

to hurl down lightning

Debugging

Headword:
καταστράπτω
Headword (normalized):
καταστράπτω
Headword (normalized/stripped):
καταστραπτω
IDX:
46739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46740
Key:

Data

{'content': 'to hurl down lightning'}