Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταστοναχέω
κατάστοργος
καταστορέννυμι
καταστόρεσις
καταστοχάζομαι
καταστοχασμός
καταστοχαστέον
καταστοχαστής
καταστοχαστικός
καταστοχέω
καταστραγγίζω
καταστράπτω
καταστρατεύω
καταστρατηγέω
καταστρατηγία
καταστρατοπεδεία
καταστρατοπεδεύω
καταστρεβλόω
καταστρεπτικῶς
καταστρέφω
καταστρηνιάω
View word page
καταστραγγίζω
squeeze out
ShortDef
squeeze out
Debugging
Headword:
καταστραγγίζω
Headword (normalized):
καταστραγγίζω
Headword (normalized/stripped):
καταστραγγιζω
IDX:
46738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46739
Key:
Data
{'content': 'squeeze out'}